ξεννοιάζω

ξεννοιάζω
βλ. ξενοιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξενοιάζω — και ξεγνοιάζω και ξεννοιάζω 1. απαλλάσσομαι από φροντίδες και μέριμνες, ησυχάζω («ξένοιασα από τα μαθήματα») 2. τελειώνω κάποια δουλειά, ξεμπερδεύω από κάτι («ξένοιασα από τη συγγραφή τής διατριβής μου») 3. παύω να έχω ανησυχία για κάτι («όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”